-
1 τραβώ μία γραμμή
[πρατσιόσυβατ'] ρ λαναρίζω, ξαίνω -
2 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση. -
3 линия
линияж в разн. знач. ἡ γραμμή, ὁ στίχος, ἡ σειρά:прямая \линия ἡ εὐθεϊα γραμμἤ автоматическая \линия συστοιχία αὐτόματων μηχανών трамвайная \линия ἡ γραμμή τοδ τραμ, ἡ τροχιοδρομική γραμμή· \линия партии ἡ γραμμή τοῦ κόμματος· \линия прицела воен. ἡ σκοπευτική γραμμή· \линия обороны ἡ ἀμυντική γραμμή· \линия поведения ἡ διαγωγή. -
4 черта
-ы θ.1. γραμμή•тонкая черта λεπτή λεπτή γραμμή•
подчеркнуть -ой υπογραμμίζω•
черта волнистая черта κυματοειδής γραμμή.
2. όριο, σύνορο, πραγματική ή νοητή γραμμή•черта подъма уровня воды η άνοδος τιης στάθμης του νερού•
черта в -е города στα όρια της πόλης•
за -ой города πέρα από τα όρια της πόλης•
зайти за -у περνώ την οροθετική γραμμή•
в -е расположения войск στη γραμμή της διάταξης των στρατευμάτων.
3. то χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα•-ы лица τα χαραπτηριστικάτου προσώπου•
крупные -ы лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
отличительная черта χαρακτηριστικό (ίδιο, ιδιαίτερο, διακριτικό) γνώρισμα.
|| λεπτομέρεια.εκφρ.в общих (главных, основных) -ах – σε γενικές (κύριες, βασικές) γραμμές•до последней -ы – μέχρι τέλος (εσχάτων). -
5 черта
черта ж 1) η γραμμή; провести \чертау βάζω μια γραμμή 2) (особенность) το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα 3) (граница, предел) τα πλαίσια, το όριο; в \чертае города στα όρια της πόλης ◇ в общих \чертаах σε γενικές γραμμές* * *ж1) η γραμμήпровести́ черту́ — βάζω μια γραμμή
2) ( особенность) το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα3) (граница, предел) τα πλαίσια, το όριοв черте́ го́рода — στα όρια της πόλης
••в о́бщих черта́х — σε γενικές γραμμές
-
6 проводить
проводить Iнесов1. (вести) ὁδηγώ, πηγαίνω κάποιον, φέρω:\проводить кратчайшим путем ὁδηγώ ἀπό τόν συντομώτερο δρό· μο· \проводить суда через льды περνώ τά πλοία ἀνάμεσα στους πάγους·2. (чем-л. по чему-л.) περνώ·3. (линию и т. ἡ.) χαράζω, χαράσσω, τραβώ:\проводить черту́ τραβώ γραμμή, χαρακώνω, χαράσσω γραμμή·4. (прокладывать, строить) κατασκευάζω, ἐγκαθιστώ:\проводить электричество в дом κάνω ἡλεκτρική ἐγκατάσταση στό σπίτι· \проводить железную дорогу κατασκευάζω σιδηροδρομική γραμμἤ5. (выполнять, осуществлять) ἐκτελώ, διενεργώ, διεξάγω:\проводить большую работу ἐκτελώ μεγάλη ἐργασία· \проводить опыты κά(μ)νω πειράματα· \проводить собрание διεξάγω συνεδρίαση· \проводить мысль (идею) ἀναπτύσσω γνώμη (ιδέα)· \проводить каку́ю-л. линию перен ἐφαρμόζω κάποια γραμμή· \проводить в жизнь πραγματοποιώ στή ζωή·6. (добиваться утверждения) ψηφίζω·7. (время и т. п.) διάγω, περνώ:весело \проводить праздник περνώ εὐθυμα τή γιορτή·8. физ. (тепло и т. п.) μεταβιβάζω·9. бухг. ἐγγράφω, καταχωρίζω:\проводить по книгам περνώ εἰς τό κατάστιχο.проводить II сов см. провожать. проводка ж1. (действие) ἡ ἐγκατάσταση·2. (провода) τά σύρματα. -
7 ряд
рядλ1. ἡ σειρά, ἡ ἀράδα, ὁ στοίχος, ἡ γραμμή:\ряд домов ἡ σειρά σπιτιών \ряд гор ἡ ὁροσειρά· \ряд сту́льев μιά σειρά καθισμάτων в первом \ряду́ στήν πρώτη σειρά· построиться в \ряды τάσσομαι στη γραμμή, συντάσσομαι, μπαίνω στή γραμμή· идти \ряда́ми βαδίζω στοιχηδόν, βαδίζω σέ γραμμές· сплотить \ряды συσφίγγω τίς γραμμές· сомкну́ть \ряды! воен. πυκνώνω τίς γραμμές!·2. (серия) ἡ σειρά/ ὁ ἀριθμός (некоторое число)·3. \ряды мн. (состав, среда) ἡ γραμμή, ἡ τάξη:в \ряда́х армии στίς γραμμές τοῦ στρατοῦ, είς τάς τάξεις τοῦ στρατοῦ·4. \ряды мн. (лавки):овощи́ые \ряды τά λαχανάδικα· рыбные \ряды τά ψαράδικα· ◊ из ряда вон выходящий ἐξαίρετος, ἀσυνείθιστος· ставить в один \ряд βάζω στήν ἰδια σειρά, βάζω στήν ἰδια μοίρα -
8 трасса
-ы θ.1. γραμμή, κατεύθυνση (σημειωμένη στο χάρτη).2. γραμμή, οδός•автомобильная трасса αυτοκινητιστική γραμμή•
космические -ы διαπλανητικές γραμμές•
воздушная -αεροπορική γραμμή.
3. τροχιά (βλήματος, σφαίρας). -
9 черта
черт||аж1. (линия) ἡ γραμμή:провести \чертау́ τραβώ μιά γραμμή, ὑπογραμμίζω·2. (граница, предел) τό ὅριο[ν], τά πλαίσια, τό σύνορο[ν], ὁ περίβολος, ἡ περιοχή:пограничная \черта ἡ συνοριακή γραμμή, τά σύνορα· в \чертае́ города στά πλαίσια τής πόλης·3. (признак, свойство) τό χαρακτηριστικό[ν], τό γνώρισμα:основ-Ηέπ \черта характера τό βασικό χαρακτηριστικό· отличительная \черта τό χαρακτηριστικό γνώρισμα· ◊ \чертаы лица τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· в общих \чертаах σέ γενικές γραμμές. -
10 магистраль
-и θ.1. αρτηρία (συγκοινωνική)• κύρια συγκοινωνιακή γραμμή, εθνική οδός•железнодорожная магистраль κύρια σιδηροδρομική γραμμή•
водные -и κύριες ατμοπλοϊκές γραμμές•
дорожная магистраль κύρια οδική γραμμή.
2. κύριος αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος. -
11 рубеж
-а α.1. όριο, σύνορο• η συνοριακή γραμμή•в -е соседних владений το σύνορο των γειτονικών κτημάτων.
|| μτφ. μεταίχμιο•на -е двух эпох στο μεταίχμιο δύο εποχών.
2. σύνορα κρατικά•реки являются естественными -ами τα ποτάμια είναι φυσικά σύνορα•
наши пограничники зорко охраняют наши -и οι ακρίτες μας άγρυπνα φρουρούν τα σύνορα μας.
3. (στρατ.) η γραμμή•оборонительный рубеж η αμυντική γραμμή.
εκφρ.за -ом – στο εξωτερικό (πέρα από τα σύνορα μας). -
12 авиалиния
1. (организация) οι αεροπορικές γραμμές (εταιρεία) 2. (трасса) η αεροπορική γραμμή (δρομολόγιο), (маршрут) η αεροπορική γραμμή (κατεύθυνση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиалиния
-
13 горизонталь
1. (линия, параллельная плоскости горизонта) η γραμμή παράλληλη στον ορίζοντα, η οριζόντια γραμμή 2. (геод., карт.) η ισοϋψής καμπύληпроводить - χαράζω την -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горизонталь
-
14 граница
1. (линия раздела) το όριο, η γραμμή διαχωρισμού 2. (норма, предел) το όριοη μεθόριοςдо-ставка груза до - ы страны покупателя (продавца) η παράδοση του φορτίου μέχρι τα - της χώρας του αγοραστή (πωλητή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > граница
-
15 изогона
η ισογώνιος γραμμήгеогр. η γραμμή της ίσης μαγνητικής απόκλισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изогона
-
16 изоклина
1. мат. η ισοκλινής (γραμμή) 2. (геофиз.) η γραμμή της ίσης μαγνητικής έγκλισης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изоклина
-
17 нитка
1. (швейная) η κλωστή, το νήμα 2. (производственная линия, трубопровод) η γραμμή της παραγωγήςη γραμμή του αγωγού3. (технологического процесса) хим. η (τεχνολογική) αλυσίδα 4. (резьбы) το σπείρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нитка
-
18 полоса
1. (узкая пластинка) η λωρίδα 2. (цветовая линия) η γραμμή, η λωρίδα 3. (προκ.) η ταινία, η λάμα 4. (сортового металла) η λάμα 5. полигр. η στήλη, η σελίδα 6. (зона, пояс) η ζώνηветрозащитная - η σειρά των δέντρων ή θάμνων (γύρω από τα χωράφια) για την προστασία από τους ανέμουςвзлётно-посадочная - (ΒΠΠ) см. взлётно -посадочная полоса лесозащитная - προστατευτική - του δάσουςполезащитная - η (γύρω-γύρω) σειρά δέντρων ή θάμνων για την προστασία των χωραφιών- частот боковая πλευρική - των συχνοτήτων, οι πλευρικές συχνότητεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полоса
-
19 авиалиния
-
20 курс
курс м 1) (направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνση· взять \курс на... κατευθύνομαι προς...· внешнеполитический \курс ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός 2) (учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλία· я на первом \курсе είμαι πρωτοετής 3) (лечение) η θεραπεία, η κούρα ◇ валютный \курс η τιμή του συναλλάγματος* * *м1) ( направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνσηвзять курс на… — κατευθύνομαι προς…
внешнеполити́ческий курс — ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός
2) ( учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλίαя на пе́рвом курсе — είμαι πρωτοετής
3) ( лечение) η θεραπεία, η κούρα••валю́тный курс — η τιμή του συναλλάγματος
См. также в других словарях:
γραμμῇ — γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — stroke fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
γραμμή — η 1. (γεωμ.), επίπεδο σχήμα που έχει μία μόνο διάσταση, το μήκος: Ευθεία γραμμή. – Τεθλασμένη γραμμή. 2. όριο υπαρκτό ή ιδεατό ανάμεσα σε δύο εκτάσεις: Η γραμμή του ορίζοντα. 3. σειρά λέξεων, αράδα: Τόσα χρόνια που λείπει δε μου έγραψε ούτε μια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμή των τροπών ή των ηλιοστασίων — (Αστρον.). Η διάμετρος EE’ της εκλειπτικής που είναι κάθετη στη γραμμή των ισημερινών, τη γραμμή δηλαδή που ενώνει τα δύο ισημερινά σημεία γ και Γ’. Τα σημεία Ε και E’ διακρίνονται μεταξύ τους από το ότι η απόκλιση του Ήλιου στο βόρειο σημείο Ε… … Dictionary of Greek
γραμμή των συνδέσμων — (Αστρον.).Η ευθεία κατά την οποία το επίπεδο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος τέμνει το κύριο επίπεδο, που περνάει από το κεντρικό σώμα. Το κέντρο της ουράνιας σφαίρας βρίσκεται στο κεντρικό σώμα και τα σημεία που η γ. των σ. τέμνει την ουράνια… … Dictionary of Greek
ίσαλος γραμμή — Η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με τα τοιχώματα του πλοίου, υπό κανονικές συνθήκες πλεύσης και ευστάθειας … Dictionary of Greek
γραμμῆι — γραμμῇ , γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖς — γραμμή stroke fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖσι — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖσιν — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)